- αργκό
- ηιδιαίτερη γλώσσα ορισμένων κοινωνικών ομάδων ή επαγγελμάτων στη Γαλλία: Του μιλούσε στην αργκό του επαγγέλματος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αργκό — (argot). Όρος, προβηγκιανής πιθανώς προέλευσης, ο οποίος υποδηλώνει τη συμβατική και συνθηματική γλώσσα που χρησιμοποιούν άτομα ορισμένων κοινωνικών ομάδων για να μη γίνονται αντιληπτά από τους άλλους. Η α. έχει αμυντικό χαρακτήρα, αλλά… … Dictionary of Greek
καμπούνι — το 1. ναυτ. υπόστεγο στην πρώρα πλοίου 2. συνεκδ. οι άνδρες τού πληρώματος που μένουν στο καμπούνι 3. φρ. («η γλώσσα τού καμπουνιού» η ιδιωματική γλώσσα, η αργκό τών ναυτικών … Dictionary of Greek
λεξιλόγιο — Το σύνολο των λέξεων μιας γλώσσας, οι νεολογισμοί, οι διάλεκτοι, η αργκό, η ορολογία της κλπ. Ο όγκος και η σύνθεση ενός λ. εξαρτώνται από τον χαρακτήρα και την ικανότητα εξέλιξης της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτιστικής ζωής των φορέων της.… … Dictionary of Greek
μπαζούκας — το εκτοξευτής βλημάτων για την καταστροφή αρμάτων μάχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλοαμερικ. bazooka (αρχικά δήλωνε μουσικό όργανο κατασκευασμένο από σωλήνες και ένα χωνί και πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον Β. Burns, Αμερικανό κωμικό), πιθ. < bazoo, λ.… … Dictionary of Greek
μπόμπα — η 1. βόμβα. 2. μεταλλική φιάλη για αέριο 3. μτφ. καθετί που συμβαίνει ή ακούγεται εντελώς ξαφνικά («έσκασε η μπόμπα») 4. (στην αργκό) α) κακής ποιότητας αλκοολούχο ποτό β) καθετί πολύ ωραίο 5. ειρων. άτομο, ιδίως γυναίκα, πολύ παχύσαρκο και… … Dictionary of Greek
παπάρι — το (στην αργκό) 1. η βάλανος τού πέους και κατ επέκτ. το πέος 2. συν. στον πληθ. τα παπάρια οι όρχεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Ξένη λ.] … Dictionary of Greek
Ζεβακό, Μισέλ — (Michel Zevaco, 1860 – 1918). Γάλλος συγγραφέας. Έγραψε περιπετειώδη μυθιστορήματα, που σημείωσαν μεγάλη επιτυχία ενθουσιάζοντας το κοινό με τις περιπέτειες των ρομαντικών ιπποτών ηρώων τους. Σπουδαιότερα από αυτά είναι τα: Βοργίες (1906),… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… … Dictionary of Greek
καν-καν — (can can). Γαλλικός θεατρικός χορός του 19ου αι. με θορυβώδη και άσεμνο, για τα μέτρα της εποχής του, χαρακτήρα. Η ονομασία του πιθανότατα προέρχεται από έκφραση της αργκό της εποχής, που σήμαινε τη θορυβώδη και μπερδεμένη συζήτηση· υπάρχει… … Dictionary of Greek